- πολυσκελής
- -ές, Α1. αυτός που έχει πολλά σκέλη2. μτφ. αυτός που εμφανίζει πολλές μορφές ή πολλές διαβαθμίσεις («τὸ πολυσκελές καὶ κτηνῶδες... πάθος τήν έπιθυμίαν», Κλήμ. Αλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. ισο-σκελής].
Dictionary of Greek. 2013.